Στα αρχικά της στάδια η νόσος είναι συνήθως ασυμπτωματική και μπορεί να παραμένει έτσι, ακόμα και όταν έχει επέλθει επιδείνωση.
Η εμφάνιση των συμπτωμάτων εξαρτάται από το είδος των βλαβών που προκάλεσε ο διαβήτης στο εσωτερικό του ματιού.
Η διαρροή υγρού από τα μικροανευρύσματα μπορεί να προκαλέσει εντοπισμένο ή και γενικευμένο οίδημα στον αμφιβληστροειδή, με αποτέλεσμα τη θόλωση της όρασης. Το οίδημα στην περιοχή της ωχράς είναι η συνηθέστερη αιτία απώλειας όρασης στους διαβητικούς.
Όχι σπάνια η ποιότητα της όρασης μπορεί να εμφανίζει διακυμάνσεις, ανάλογες με τη διακύμανση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα.
Η διαρροή αίματος από τα νεοαγγεία στο υαλοειδές, κατά την παραγωγική μορφή της νόσου, δημιουργεί ένα φυσικό εμπόδιο για την όραση. Μικρές διαρροές μπορεί να γίνουν αντιληπτές σαν κινούμενα μαύρα στίγματα ή κουβάρια από κλωστές ή ιστούς αράχνης, που διακρίνονται καλύτερα μπροστά σε κάτι φωτεινό, όπως π.χ. έναν λευκό τοίχο. Μεγαλύτερες αιμορραγίες όμως μπορεί να οδηγήσουν σε σκοτώματα (μαύρες περιοχές στο οπτικό μας πεδίο), ακόμα και σε πλήρη απώλεια της όρασης, αφού το φως δεν μπορεί να περάσει από το αδιαφανές αίμα.
Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις ο ασθενής δεν εμφανίζει οφθαλμικό ή άλλο πόνο. Εξαίρεση αποτελεί η πολύ σπάνια και πολύ σοβαρή επιπλοκή της παραγωγικής μορφής που ονομάζεται νεοαγγειακό γλαύκωμα, όπου η απότομη και μεγάλη αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης προκαλεί αφόρητο πόνο, φωτοφοβία και τάση για εμετό.
Σε πολύ προχωρημένες περιπτώσεις της παραγωγικής μορφής ηνεοαγγειακή μεμβράνη μπορεί να συρρικνωθεί και να προκαλέσει αποκόλληση του αμφιβληστροειδή, που, αν αφορά την ωχρά και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, οδηγεί σε μόνιμη απώλεια της όρασης.