Το προεξάρχον σύμπτωμα του καταρράκτη είναι η θόλωση της όρασης, που δεν μπορεί να διορθωθεί με τη χρήση γυαλιών. Ουσιαστικά πρόκειται για μείωση της φωτεινότητας, της αντίθεσης και της ζωηρότητας των χρωμάτων, αφού ο κρυσταλλοειδής φακός του ματιού παύει να είναι διαφανής όπως είναι φυσιολογικά.
Σε ορισμένους τύπους καταρράκτη μπορεί να παρουσιαστούν φωτεινές άλω («φωτοστέφανα»), καθώς και αστεροειδείς σχηματισμοί γύρω από τις φωτεινές πηγές, που καθιστούν την όραση το βράδυ ιδιαίτερα προβληματική.
Τι άλλα συμπτώματα θα εμφανίσει ένας ασθενής εξαρτάται και από τον τύπο του καταρράκτη, αλλά και από τη διαθλαστική του κατάσταση (αν είχε δηλαδή μυωπία ή υπερμετρωπία) πριν την εμφάνισή του.
Η σκλήρυνση του πυρήνα του φακού στον καταρράκτη προκαλεί μυωπική εκτροπή, δηλαδή αύξηση της μυωπίας στους μύωπες και ελάττωση της υπερμετρωπίας στους υπερμέτρωπες. Σε ορισμένους ασθενείς αυτή η μυωπική εκτροπή οδηγεί σε προσωρινή βελτίωση της όρασης για κοντά (φαινόμενο της δεύτερης όρασης). Σταδιακά όμως η θόλωση του φακού θα προχωρήσει και η όραση θα επιδεινωθεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συμπτώματα του καταρράκτη δεν εμφανίζονται πάντα ταυτόχρονα και στα δύο μάτια. Ένα από τα δύο μπορεί να βλέπει χειρότερα και να χρειαστεί πρώτο αντιμετώπιση.
Κάποιοι ασθενείς με καταρράκτη αναφέρουν στον γιατρό τους ότι βλέπουν διπλά και ότι η διπλωπία παραμένει, ακόμα και όταν καλύψουν το ένα από τα δύο τους μάτια. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρόκειται για αληθή διπλωπία, που αφορά και τα δύο μάτια, άλλα για ένα δεύτερο είδωλο-φάντασμα των αντικειμένων, που παράγεται από την ανώμαλη μορφολογία του καταρρακτικού φακού.