Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πως τα μάτια μας μπορούν και εστιάζουν μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, από χιλιόμετρα μακριά, σε μερικά μόνο εκατοστά του μέτρου και αντίστροφα με τόσο μεγάλη ακρίβεια και ταχύτητα.

Η εντυπωσιακή αυτή δυνατότητα των ματιών μας δεν διαρκεί όμως για πάντα. Ήδη από την παιδική ηλικία η ικανότητα προσαρμογής αρχίζει ποσοτικά και φθίνει και στην ηλικία περίπου των 45 ετών ένα άτομο που δεν φορούσε γυαλιά ούτε για μακριά ή ούτε για κοντά, αρχίζει σταδιακά να αντιλαμβάνεται τις επιπτώσεις της πρεσβυωπίας.

Τα μάτια (που όπως ήδη έχουμε πει είναι από τη φύση ρυθμισμένα να κοιτάνε μακριά) κουράζονται πιο εύκολα κατά τις κοντινές εργασίες, όπως το διάβασμα. Ιδιαίτερα σε χαμηλό φωτισμό, όπου αντανακλαστικά η κόρη μεγαλώνει για να δεχθεί περισσότερο φως, έχουμε ελάττωση του βάθους πεδίου (δηλ. του εύρους των αποστάσεων που τα αντικείμενα είναι εστιασμένα) και άρα μεγαλύτερη δυσκολία στο να εστιάσουμε. Η κοντινότερη απόσταση που μπορούμε να εστιάσουμε ευκρινώς, απομακρύνεται και τα άτομα με τα πρώτα συμπτώματα πρεσβυωπίας αρχίζουν αντίστοιχα να απομακρύνουν το βιβλίο από τα μάτια τους προκειμένου να το διαβάσουν. Επιπρόσθετα, λόγω της προσπάθειας που καταβάλλουμε να δούμε τα ψιλά γράμματα, τα μάτια δεν ανοιγοκλείνουν με φυσιολογικό ρυθμό ώστε να εφυγρανθεί επαρκώς με δάκρυα η επιφάνεια τους, με αποτέλεσμα κούραση, αίσθημα βάρους, ερυθρότητα και ξηροφθαλμία (που συχνά οδηγεί σε αντανακλαστική δακρύρροια).

Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στην προοδευτική ελάττωση της ελαστικότητας του κρυσταλλοειδούς φακού, που βρίσκεται πίσω από την ίριδα (το χρωματιστό τμήμα του ματιού). Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο ή άλλη αγωγή που να επαναφέρει την ελαστικότητά του φακού ή να αποτρέπει την απώλειά της και κατά συνέπεια η πρεσβυωπία ούτε θεραπεύεται, ούτε προλαμβάνεται.

Τελικά, στην ηλικία των 50-52 ετών όλοι οι άνθρωποι έχουν εμφανίσει πρεσβυωπία.

Γιατί σε άλλους εμφανίζεται νωρίτερα η πρεσβυωπία και σε άλλους αργότερα;

Η ηλικία στην οποία θα αρχίσει το άτομο να καταλαβαίνει τα πρώτα συμπτώματα της πρεσβυωπίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κυρίως όμως από την διαθλαστική ικανότητα των ματιών του, αν έχει δηλαδή μυωπία ή υπερμετρωπία.

Άτομα με δουλειές γραφείου ή άλλες κοντινές δραστηριότητες αντιλαμβάνονται τα συμπτώματα της πρεσβυωπίας πιο νωρίς από άτομα που δεν έχουν τέτοιες απαιτήσεις.

Ένας ασθενής με υπερμετρωπία έχει από κατασκευής ένα οπτικό σύστημα με μικρότερη δύναμη εστίασης από το φυσιολογικό. Με την προοδευτική μείωση της ελαστικότητας του φακού, αυτή η δύναμη πέφτει στα όρια εμφάνισης των συμπτωμάτων της πρεσβυωπίας νωρίτερα, από κάποιον με φυσιολογικά μάτια. Έτσι άτομα με υπερμετρωπία μπορεί να εμφανίσουν πρεσβυωπία ακόμα και σε ηλικίες μικρότερες των 40 ετών.

Άτομα με μυωπία έχουν μεγαλύτερη δύναμη εστίασης του οπτικού τους συστήματος από ό,τι τους χρειάζεται. Αυτή η μεγαλύτερη δύναμη δημιουργεί προβλήματα στην μακρινή όραση, όπου δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς διόρθωση (π.χ. με γυαλιά). Το σημείο που μπορούν να εστιάσουν όμως είναι πλησιέστερο από το φυσιολογικό και αυτό τους δίνει ένα προσωρινό πλεονέκτημα κατά την εστίαση σε κοντινά αντικείμενα.



Ο αστιγματισμός, όπου το μάτι δεν μπορεί να επιτύχει ομοιόμορφη εστίαση σε ένα αντικείμενο, επιβαρύνει τα συμπτώματα της πρεσβυωπίας.

Σε κάθε περίπτωση όμως ο φακός χάνει την ελαστικότητα του και το εύρος των αποστάσεων που μπορεί να εστιάσει περιορίζεται, καθιστώντας αδύνατη την προσαρμογή χωρίς κάποιας μορφής διόρθωση.