Αστιγματισμός είναι η κατάσταση κατά την οποία η διαθλαστική δύναμη του ματιού δεν είναι η ίδια σε όλους τους μεσημβρινούς, με αποτέλεσμα το αντικείμενο που έχουμε μπροστά μας να μην είναι ομοιόμορφα εστιασμένο.
Αστιγματισμός είναι η κατάσταση κατά την οποία η διαθλαστική δύναμη του ματιού δεν είναι η ίδια σε όλους τους μεσημβρινούς, με αποτέλεσμα το αντικείμενο που έχουμε μπροστά μας να μην είναι ομοιόμορφα εστιασμένο.
Συνήθως οφείλεται στο ότι ο κερατοειδής δεν έχει την ίδια καμπυλότητα σε όλους του τους άξονες.
Ο αστιγματισμός μπορεί να συνυπάρχει με μυωπία ή υπερμετρωπία. Διακρίνεται σε πολλούς τύπους και μπορεί να είναι ομαλός ή ανώμαλος (ανάλογα με το αν οι μεσημβρινοί με τη μέγιστη διαφορά στην καμπυλότητα είναι κάθετοι μεταξύ τους ή όχι), «σύμφωνα με τον κανόνα» (αν κυρτότερος είναι ο κάθετος άξονας) ή «παρά τον κανόνα» (αν κυρτότερος είναι ο οριζόντιος άξονας), μυωπικός ή υπερμετρωπικός, και απλός, σύνθετος ή μικτός (ανάλογα με το αν οι εστιακές γραμμές είναι μπροστά, πίσω, ή η μια μπροστά και η άλλη πίσω από τον αμφιβληστροειδή).
Η θόλωση στην όραση που επιφέρει ο αστιγματισμός είναι παρούσα σε όλες τις αποστάσεις και η κοπιωπία που προκαλεί είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τις άλλες διαθλαστικές ανωμαλίες, λόγω της συνεχούς προσπάθειας του ακτινωτού να εστιάσει σωστά στο αντικείμενο, χωρίς βέβαια να είναι ποτέ δυνατό να το επιτύχει.
Ο αστιγματισμός δεν παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές κατά τη διάρκεια της ζωής. Σημαντική μεταβολή του αστιγματισμού μπορεί να υποδηλώνει άλλες σοβαρότερες καταστάσεις και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Συνήθως ο αστιγματισμός δεν είναι σημαντικός και δεν δημιουργεί λειτουργικά προβλήματα. Ένα παιδί όμως που βλέπει π.χ. 3/10 λόγω του αστιγματισμού βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από ένα παιδί που βλέπει 3/10 λόγω απλής μυωπίας, γιατί δεν μπορεί να βελτιώσει τη χαμηλή του ευκρίνεια απλά πλησιάζοντας (μειώνοντας την απόσταση από) το αντικείμενο.
Ο αστιγματισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τους βαθμούς του (σε διοπτρίες), αλλά και από τη γωνία του (σε μοίρες), η οποία πρέπει να μετράται σωστά και να συνταγογραφείται με ακρίβεια, ιδιαίτερα σε μεγάλους αστιγματισμούς.
Συνήθως οφείλεται στο ότι ο κερατοειδής δεν έχει την ίδια καμπυλότητα σε όλους του τους άξονες.
Ο αστιγματισμός μπορεί να συνυπάρχει με μυωπία ή υπερμετρωπία. Διακρίνεται σε πολλούς τύπους και μπορεί να είναι ομαλός ή ανώμαλος (ανάλογα με το αν οι μεσημβρινοί με τη μέγιστη διαφορά στην καμπυλότητα είναι κάθετοι μεταξύ τους ή όχι), «σύμφωνα με τον κανόνα» (αν κυρτότερος είναι ο κάθετος άξονας) ή «παρά τον κανόνα» (αν κυρτότερος είναι ο οριζόντιος άξονας), μυωπικός ή υπερμετρωπικός, και απλός, σύνθετος ή μικτός (ανάλογα με το αν οι εστιακές γραμμές είναι μπροστά, πίσω, ή η μια μπροστά και η άλλη πίσω από τον αμφιβληστροειδή).
Η θόλωση στην όραση που επιφέρει ο αστιγματισμός είναι παρούσα σε όλες τις αποστάσεις και η κοπιωπία που προκαλεί είναι σημαντικά μεγαλύτερη από τις άλλες διαθλαστικές ανωμαλίες, λόγω της συνεχούς προσπάθειας του ακτινωτού να εστιάσει σωστά στο αντικείμενο, χωρίς βέβαια να είναι ποτέ δυνατό να το επιτύχει.
Ο αστιγματισμός δεν παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές κατά τη διάρκεια της ζωής. Σημαντική μεταβολή του αστιγματισμού μπορεί να υποδηλώνει άλλες σοβαρότερες καταστάσεις και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Συνήθως ο αστιγματισμός δεν είναι σημαντικός και δεν δημιουργεί λειτουργικά προβλήματα. Ένα παιδί όμως που βλέπει π.χ. 3/10 λόγω του αστιγματισμού βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από ένα παιδί που βλέπει 3/10 λόγω απλής μυωπίας, γιατί δεν μπορεί να βελτιώσει τη χαμηλή του ευκρίνεια απλά πλησιάζοντας (μειώνοντας την απόσταση από) το αντικείμενο.
Ο αστιγματισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τους βαθμούς του (σε διοπτρίες), αλλά και από τη γωνία του (σε μοίρες), η οποία πρέπει να μετράται σωστά και να συνταγογραφείται με ακρίβεια, ιδιαίτερα σε μεγάλους αστιγματισμούς.