Το σύνδρομο Brown χαρακτηρίζεται από αδυναμία του ματιού να κοιτάξει προς τα πάνω, όταν βρίσκεται στη θέση προσαγωγής
Το σύνδρομο Brown χαρακτηρίζεται από αδυναμία του ματιού να κοιτάξει προς τα πάνω, όταν βρίσκεται στη θέση προσαγωγής (κοντά στη μύτη).
Το σύνδρομο συνήθως είναι συγγενές, αλλά μπορεί και να εμφανιστεί μετά από φλεγμονή, τραύμα ή και αυτόματα. Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στον άνω λοξό οφθαλμοκινητικό μυ, ο οποίος δεν μπορεί να χαλαρώσει λόγω αυξημένης τάσης του τένοντά του.
Οι γονείς παρατηρούν ότι, όταν το παιδί τους κοιτάζει ψηλά, το ένα μάτι βρίσκεται ψηλότερα από το άλλο. Μάλιστα νομίζουν ότι το μάτι που κοιτάζει πιο ψηλά είναι και το παθολογικό, ενώ στην πραγματικότητα πάσχει αυτό που βρίσκεται χαμηλότερα.
Η θεραπεία του συνδρόμου είναι χειρουργική και ενδείκνυται κυρίως όταν το παιδί αναγκάζεται να υιοθετήσει κάποια αντιρροπιστική θέση του κεφαλιού, που δημιουργεί σοβαρό αισθητικό πρόβλημα.
Οι περισσότερες όμως περιπτώσεις είναι ήπιες και δεν απαιτούν καμία θεραπευτική αντιμετώπιση.
Το σύνδρομο συνήθως είναι συγγενές, αλλά μπορεί και να εμφανιστεί μετά από φλεγμονή, τραύμα ή και αυτόματα. Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στον άνω λοξό οφθαλμοκινητικό μυ, ο οποίος δεν μπορεί να χαλαρώσει λόγω αυξημένης τάσης του τένοντά του.
Οι γονείς παρατηρούν ότι, όταν το παιδί τους κοιτάζει ψηλά, το ένα μάτι βρίσκεται ψηλότερα από το άλλο. Μάλιστα νομίζουν ότι το μάτι που κοιτάζει πιο ψηλά είναι και το παθολογικό, ενώ στην πραγματικότητα πάσχει αυτό που βρίσκεται χαμηλότερα.
Η θεραπεία του συνδρόμου είναι χειρουργική και ενδείκνυται κυρίως όταν το παιδί αναγκάζεται να υιοθετήσει κάποια αντιρροπιστική θέση του κεφαλιού, που δημιουργεί σοβαρό αισθητικό πρόβλημα.
Οι περισσότερες όμως περιπτώσεις είναι ήπιες και δεν απαιτούν καμία θεραπευτική αντιμετώπιση.