Οίδημα και θόλωση του κερατοειδούς,
Αύξηση του μεγέθους του ματιού,
Έντονη συμπτωματολογία
Οίδημα και θόλωση του κερατοειδούς
Όσο η νόσος προχωράει, το υδατοειδές υγρό μπορεί να εισχωρήσει στις στιβάδες του κερατοειδούς προκαλώντας του οίδημα και απώλεια της διαφάνειάς του. Η όραση του παιδιού μειώνεται σημαντικά και είναι σαν να προσπαθεί να δει μέσα από ένα θολωμένο τζάμι. Αυτή η θόλωση του κερατοειδούς είναι συχνά ορατή και με γυμνό μάτι και μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα από τον παιδίατρο ή ακόμη και τους γονείς του παιδιού.
Αν το γλαύκωμα είναι ετερόπλευρο μπορεί το γλαυκωματικό μάτι να στραβίσει και να μην είναι ευθυγραμμισμένο με το υγιές. Αν το γλαύκωμα αφορά και τα δύο μάτια μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να εμφανιστεί νυσταγμός.
Αύξηση του μεγέθους του ματιού
Σε αντίθεση με τα μάτια των ενηλίκων, των οποίων το μέγεθος έχει σταθεροποιηθεί, τα μάτια των παιδιών δεν έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξή τους και εξακολουθούν να είναι ευένδοτα. Αυτό έχει ως συνέπεια η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης να οδηγεί και σε αύξηση του μεγέθους του ματιού, όπως ακριβώς φουσκώνει ένα μπαλόνι, που το γεμίζουμε με νερό.
Η διάταση είναι ιδιαίτερα εμφανής στον κερατοειδή, όπου παρουσιάζονται χαρακτηριστικές ρωγμές (Haab’s striae, από το όνομα του Ελβετού οφθαλμιάτρου Otto Haab) σε μια από τις εσώτερες στιβάδες του, τη Δεσκεμέτειο μεμβράνη (από το όνομα του Γάλλου οφθαλμιάτρου Jean Descemet).
Ο κερατοειδής κατά τη γέννηση έχει διάμετρο περίπου 10 mm και στην ηλικία των 2 ετών έχει φτάσει πρακτικά το μέγεθος των ενηλίκων, που είναι 11,5 mm. Αν το γλαύκωμα αφεθεί χωρίς θεραπεία, η διάμετρος του κερατοειδούς μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 17 mm δίνοντας στο μάτι την εμφάνιση «ματιού βοός», γι’ αυτό μια τέτοια κατάσταση αναφέρεται συχνά ως βούφθαλμος.
Η αύξηση της προσθιοπίσθιας διαμέτρου του ματιού οδηγεί σε μυωπία, αφού το οπτικό σύστημα του ματιού αδυνατεί να εστιάσει την εικόνα στον αμφιβληστροειδή, που έχει υποχωρήσει προς τα πίσω. Μάλιστα τα περισσότερα παιδιά με γλαύκωμα έχουν ήδη υψηλή μυωπία. Ακόμη και ένα χιλιοστό να αυξηθεί η προσθιοπίσθια διάμετρος, το αποτέλεσμα είναι αύξηση της μυωπίας κατά 3 με 4 βαθμούς, που είναι αρκετοί για να θολώσουν την όραση ενός παιδιού που έχει ήδη μυωπία στα όρια της νομικής τύφλωσης.
Δυστυχώς η αύξηση του μεγέθους του ματιού δεν είναι πάντα προφανής και γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, όταν το γλαύκωμα είναι αμφοτερόπλευρο. Στην τελευταία περίπτωση ο θαυμασμός των γονέων για τα «όμορφα μεγάλα μάτια» του παιδιού τους μπορεί να καταλήξει σε απογοήτευση. Βέβαια το γλαύκωμα είναι μια ασυνήθιστη νόσος στα παιδιά και τα «μεγάλα μάτια» των βρεφών σπάνια είναι γλαυκωματικά.
Έντονη συμπτωματολογία
Λόγω της αυξημένης πίεσής του, το υδατοειδές υγρό εισέρχεται στον κερατοειδή και οδηγεί στον σχηματισμό λεπτών φυσαλίδων στην πρόσθια επιφάνειά του. Επειδή το τοίχωμα αυτών των φυσαλίδων είναι πάρα πολύ λεπτό, οι φυσαλίδες σπάνε, με αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται σαν πολλαπλές αμυχές και να ενοχλούν το παιδί, το οποίο αισθάνεται ότι έχει κάποιο ξένο σώμα στο μάτι.
Χαρακτηριστικά έντονη είναι και η φωτοφοβία. Ακόμη και στις συνήθεις συνθήκες φωτισμού ενός δωματίου το παιδί δυσανασχετεί και κλείνει τα μάτια του σφικτά, ή προσπαθεί να τα καλύψει με τα χέρια του. Η έκθεση σε δυνατότερο φως, όπως του ηλίου, προκαλεί έντονο πόνο και είναι πραγματικά ανυπόφορη.
Όσο η νόσος προχωράει, το υδατοειδές υγρό μπορεί να εισχωρήσει στις στιβάδες του κερατοειδούς προκαλώντας του οίδημα και απώλεια της διαφάνειάς του. Η όραση του παιδιού μειώνεται σημαντικά και είναι σαν να προσπαθεί να δει μέσα από ένα θολωμένο τζάμι. Αυτή η θόλωση του κερατοειδούς είναι συχνά ορατή και με γυμνό μάτι και μπορεί να παρατηρηθεί εύκολα από τον παιδίατρο ή ακόμη και τους γονείς του παιδιού.
Αν το γλαύκωμα είναι ετερόπλευρο μπορεί το γλαυκωματικό μάτι να στραβίσει και να μην είναι ευθυγραμμισμένο με το υγιές. Αν το γλαύκωμα αφορά και τα δύο μάτια μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να εμφανιστεί νυσταγμός.
Αύξηση του μεγέθους του ματιού
Σε αντίθεση με τα μάτια των ενηλίκων, των οποίων το μέγεθος έχει σταθεροποιηθεί, τα μάτια των παιδιών δεν έχουν ολοκληρώσει την ανάπτυξή τους και εξακολουθούν να είναι ευένδοτα. Αυτό έχει ως συνέπεια η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης να οδηγεί και σε αύξηση του μεγέθους του ματιού, όπως ακριβώς φουσκώνει ένα μπαλόνι, που το γεμίζουμε με νερό.
Η διάταση είναι ιδιαίτερα εμφανής στον κερατοειδή, όπου παρουσιάζονται χαρακτηριστικές ρωγμές (Haab’s striae, από το όνομα του Ελβετού οφθαλμιάτρου Otto Haab) σε μια από τις εσώτερες στιβάδες του, τη Δεσκεμέτειο μεμβράνη (από το όνομα του Γάλλου οφθαλμιάτρου Jean Descemet).
Ο κερατοειδής κατά τη γέννηση έχει διάμετρο περίπου 10 mm και στην ηλικία των 2 ετών έχει φτάσει πρακτικά το μέγεθος των ενηλίκων, που είναι 11,5 mm. Αν το γλαύκωμα αφεθεί χωρίς θεραπεία, η διάμετρος του κερατοειδούς μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 17 mm δίνοντας στο μάτι την εμφάνιση «ματιού βοός», γι’ αυτό μια τέτοια κατάσταση αναφέρεται συχνά ως βούφθαλμος.
Η αύξηση της προσθιοπίσθιας διαμέτρου του ματιού οδηγεί σε μυωπία, αφού το οπτικό σύστημα του ματιού αδυνατεί να εστιάσει την εικόνα στον αμφιβληστροειδή, που έχει υποχωρήσει προς τα πίσω. Μάλιστα τα περισσότερα παιδιά με γλαύκωμα έχουν ήδη υψηλή μυωπία. Ακόμη και ένα χιλιοστό να αυξηθεί η προσθιοπίσθια διάμετρος, το αποτέλεσμα είναι αύξηση της μυωπίας κατά 3 με 4 βαθμούς, που είναι αρκετοί για να θολώσουν την όραση ενός παιδιού που έχει ήδη μυωπία στα όρια της νομικής τύφλωσης.
Δυστυχώς η αύξηση του μεγέθους του ματιού δεν είναι πάντα προφανής και γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, όταν το γλαύκωμα είναι αμφοτερόπλευρο. Στην τελευταία περίπτωση ο θαυμασμός των γονέων για τα «όμορφα μεγάλα μάτια» του παιδιού τους μπορεί να καταλήξει σε απογοήτευση. Βέβαια το γλαύκωμα είναι μια ασυνήθιστη νόσος στα παιδιά και τα «μεγάλα μάτια» των βρεφών σπάνια είναι γλαυκωματικά.
Έντονη συμπτωματολογία
Λόγω της αυξημένης πίεσής του, το υδατοειδές υγρό εισέρχεται στον κερατοειδή και οδηγεί στον σχηματισμό λεπτών φυσαλίδων στην πρόσθια επιφάνειά του. Επειδή το τοίχωμα αυτών των φυσαλίδων είναι πάρα πολύ λεπτό, οι φυσαλίδες σπάνε, με αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται σαν πολλαπλές αμυχές και να ενοχλούν το παιδί, το οποίο αισθάνεται ότι έχει κάποιο ξένο σώμα στο μάτι.
Χαρακτηριστικά έντονη είναι και η φωτοφοβία. Ακόμη και στις συνήθεις συνθήκες φωτισμού ενός δωματίου το παιδί δυσανασχετεί και κλείνει τα μάτια του σφικτά, ή προσπαθεί να τα καλύψει με τα χέρια του. Η έκθεση σε δυνατότερο φως, όπως του ηλίου, προκαλεί έντονο πόνο και είναι πραγματικά ανυπόφορη.