Πως γίνεται η εξέταση των ματιών

Τα μάτια του νεογνού είναι συνήθως κλειστά και ο γιατρός μπορεί να χρειαστεί να ανοίξει τα βλέφαρα απαλά με το χέρι, προκειμένου να τα εξετάσει. Συχνά όμως αρκεί το χαμήλωμα του φωτός στον περιβάλλοντα χώρο για να οδηγήσει αντανακλαστικά σε άνοιγμα των ματιών («eye popping reflex»). Αυτό από μόνο του δηλώνει κάποια οπτική λειτουργικότητα και η απουσία του μπορεί να σημαίνει κάποιο υφιστάμενο πρόβλημα.

Τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής
Τα μάτια του νεογνού είναι συνήθως κλειστά και ο γιατρός μπορεί να χρειαστεί να ανοίξει τα βλέφαρα απαλά με το χέρι, προκειμένου να τα εξετάσει. Συχνά όμως αρκεί το χαμήλωμα του φωτός στον περιβάλλοντα χώρο για να οδηγήσει αντανακλαστικά σε άνοιγμα των ματιών («eye popping reflex»). Αυτό από μόνο του δηλώνει κάποια οπτική λειτουργικότητα και η απουσία του μπορεί να σημαίνει κάποιο υφιστάμενο πρόβλημα.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που πρέπει να προσέχουμε σε παιδιά μέχρι δύο ετών (που η συνεργασία τους με τον γιατρό είναι αναμενόμενα μικρή) είναι η σύγκριση της όρασης των δύο ματιών. Ένας ασφαλής τρόπος για να γίνει αυτό είναι να καλύψουμε πρώτα το ένα μάτι και στη συνέχεια το άλλο (με το χέρι ή π.χ. με κάποια κάρτα) και να παρατηρήσουμε τις αντιδράσεις του. Αν το παιδί διατηρεί το ενδιαφέρον και το βλέμμα του σε κάποιο αντικείμενο, τόσο με το ένα όσο και με το άλλο μάτι, αυτό είναι ένα θετικό στοιχείο στην εκτίμηση της όρασής του. Αν όμως το παιδί χάνει την προσήλωσή του προς το αντικείμενο ή κλαίει και δυσανασχετεί ή προσπαθεί να απομακρύνει το χέρι ή την κάρτα που καλύπτει το μάτι του, αυτό αποτελεί σοβαρή ένδειξη για κάποιο πρόβλημα στο μάτι που εκείνη τη στιγμή είναι ανοικτό.

Από δύο έως τεσσάρων ετών
Μετά την ηλικία των δύο ετών, τα παιδιά γίνονται συνήθως πιο συνεργάσιμα με τον γιατρό που τα εξετάζει.
Σημαντικό πάντως σε κάθε περίπτωση είναι να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι δεν πρόκειται να τα πονέσουμε ή να τα βλάψουμε. Η καλύτερη ίσως τακτική για παιδιά αυτής της ηλικίας είναι να τα πείσουμε ότι το ιατρείο είναι μέρος ενός παιδότοπου και ότι η όλη διαδικασία της εξέτασης είναι μια διασκεδαστική δραστηριότητα.
Μια καλή αρχή είναι να χαιρετίσουμε το παιδί με «κόλλα το», κάνοντας δηλαδή κίνηση να χτυπήσουμε απαλά αλλά ζωηρά την παλάμη μας στην παλάμη του παιδιού. Από εκεί και πέρα πρέπει να συνεχίσουμε με ευχάριστο τρόπο την εξέταση και όσο το δυνατόν γρηγορότερα, μια και τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν διατηρούν το ενδιαφέρον τους για μεγάλο χρονικό διάστημα.


Το παιδοοφθαλμολογικό ιατρείο ιδανικά πρέπει να μοιάζει με παιδότοπο, ώστε το παιδί να θεωρεί την εξέταση ως μια διασκεδαστική δραστηριότητα.

(Φωτογραφία από εξεταστήριο του Athens Eye Hospital). 



Το πιο χρήσιμο εργαλείο στην οφθαλμολογική εξέταση του παιδιού είναι ο φακός-στυλό. Με αυτόν τον μικρό φακό μπορούμε εύκολα να ελέγξουμε το πρόσθιο τμήμα των ματιών και τις κόρες του παιδιού για τυχόν ανωμαλίες, ενώ χρησιμεύει και σαν ερέθισμα για τη διατήρηση της προσοχής του παιδιού.

Αν και τα περισσότερα όργανα κρατούνται σε μικρή απόσταση από το παιδί, χρήσιμο είναι να υπάρχουν στο ιατρείο και κάποια τηλεχειριζόμενα μηχανικά κουκλάκια, που κινούνται και παράγουν ήχους ή μια τηλεόραση στην άκρη του εξεταστηρίου για εστίαση της προσοχής του παιδιού και μακριά. Μάλιστα καλό είναι να πείθουμε το παιδί ότι «ελέγχει» την κίνηση των παιχνιδιών ακουμπώντας π.χ. τη μύτη του, μια και το ενδιαφέρον των παιδιών φαίνεται να είναι μεγαλύτερο για αντικείμενα που νομίζουν ότι ελέγχουν.

Η μυδρίαση (διαστολή των κορών) στα παιδιά
Η φαρμακευτική μυδρίαση είναι απαραίτητη για την οφθαλμολογική εξέταση των παιδιών. Όχι μόνο μπορεί να αποκαλύψει ανωμαλίες στον βυθό του ματιού, που δεν θα γίνονταν αντιληπτές χωρίς αυτήν, αλλά τα κολλύρια τα οποία χρησιμοποιούνται προκαλούν επιπλέον και κυκλοπληγία, δηλαδή χαλάρωση των μυών που ελέγχουν την καμπυλότητα του φακού, κάτι απαραίτητο για τη σωστή συνταγογράφηση γυαλιών στα παιδιά.
Η ικανότητα του φακού του ματιού να μεταβάλλει την ακτίνα καμπυλότητάς του υπό την επίδραση των μυικών ινών του ακτινωτού σώματος και να εστιάζει σε διαφορετικές αποστάσεις λέγεται προσαρμογή.
Τα μάτια μας είναι φυσιολογικά ρυθμισμένα να βλέπουν μακριά και με την επίδραση του ακτινωτού μυός που περιβάλλει τον φακό εστιάζουν στις κοντινότερες αποστάσεις.
Αυτή η «προσαρμοστική δύναμη» των ματιών μας φθίνει με την πρόοδο της ηλικίας, με τελικό αποτέλεσμα την πρεσβυωπία, όπου δεν μπορούμε να εστιάσουμε κοντά χωρίς τη χρήση γυαλιών. Στην παιδική ηλικία όμως η «προσαρμοστική δύναμη» είναι τόσο μεγάλη, που μπορεί να υπερκαλύψει μια υποκείμενη διαθλαστική ανωμαλία (υπερμετρωπία), καθιστώντας έτσι υποχρεωτική τη χρήση κολλυρίων που θα «παραλύσουν» προσωρινά την προσαρμογή, προκειμένου να εκτιμηθεί σωστά η όραση του παιδιού.

Τα μυδριατικά/κυκλοπληγικά κολλύρια
H διαστολή της κόρης (μυδρίαση) και η παράλυση της προσαρμογής (κυκλοπληγία) προκαλούνται για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς με τη χρήση κολλυρίων.
Παρά τη συχνότατη χρήση τους στην καθημερινή οφθαλμολογική πρακτική, τα κολλύρια αυτά δεν είναι άμοιρα παρενεργειών και η προτεινόμενη δοσολογία, ιδιαίτερα στα παιδιά, πρέπει να τηρείται αυστηρά.

Τα κυριότερα φάρμακα που χρησιμοποιούνται είναι τα αντιχολινεργικά: ατροπίνη, κυκλοπεντολάτη και τροπικαμίδη, τα οποία προκαλούν παράλυση του σφιγκτήρα της κόρης και του ακτινωτού μυός, που νευρώνονται από το παρασυμπαθητικό. Το συμπαθομιμητικό φαινυλεφρίνη προκαλεί μυδρίαση χωρίς κυκλοπληγία, λόγω άμεσης δράσης στον διαστολέα μυ της κόρης αλλά χωρίς επίδραση στον ακτινωτό μυ.

H ατροπίνη είναι το ισχυρότερο και με τη μεγαλύτερη διάρκεια δράσης μυδριατικό-κυκλοπληγικό που χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη. H παράλυση της προσαρμογής (κυκλοπληγία) εμφανίζεται βραδέως και διαρκεί 7 περίπου ημέρες, ενώ η μυδρίαση μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 12 ημέρες. Στα παιδιά χρησιμοποιούνται αραιωμένα διαλύματα με πυκνότητα 0,25% για τον 1ο χρόνο της ζωής, και 0,5% για τις ηλικίες 1-3 ετών.

Σε συστηματική απορρόφησή της η ατροπίνη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες όπως πυρετό και εξάνθημα, ενώ εμφανίζει και τη μεγαλύτερη συχνότητα αλλεργικών εκδηλώσεων σε σχέση με τα υπόλοιπα μυδριατικά.

H δράση της κυκλοπεντολάτης (Cyclogyl) εμφανίζει ταχεία έναρξη αλλά δεν διαρκεί πολύ. Το μέγιστο κυκλοπληγικό αποτέλεσμα παρατηρείται σε 25-75 λεπτά από την ενστάλαξη και η επάνοδος της προσαρμογής μετά από 6-24 ώρες. Η δοσολογία για τον έλεγχο διαθλαστικών ανωμαλιών στα παιδιά είναι μία σταγόνα 0.5% και επανάληψη μετά από 5-10 λεπτά. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες της κυκλοπεντολάτης περιλαμβάνονται υπεραιμία προσώπου και διέγερση.

H τροπικαμίδη (Tropixal) έχει τις ίδιες βασικές ιδιότητες με την κυκλοπεντολάτη. Το μέγιστο κυκλοπληγικό αποτέλεσμα εμφανίζεται 20-35 λεπτά μετά την ενστάλαξη διαλύματος 1% και η επάνοδος της προσαρμογής μετά 2-6 ώρες.

H φαινυλεφρίνη ενισχύει το μυδριατικό αποτέλεσμα των αντιχολινεργικών, γεγονός που επιτρέπει τον μεταξύ τους συνδυασμό σε χαμηλότερες πυκνότητες για την αποφυγή ή τον περιορισμό των ανεπιθύμητων ενεργειών. Η χορήγησή της όμως στα παιδιά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και αντενδείκνυται σε παιδιά με σύνδρομο Down.

Το φοβισμένο παιδί

Οι γονείς παίζουν σημαντικό ρόλο στη στήριξη του παιδιού που φοβάται την εξέταση.


Είναι πρωταρχικής σημασίας να οικοδομηθεί γρήγορα μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον γιατρό και τον μικρό του ασθενή. Ορισμένες φορές όμως, το παιδί δεν μπορεί να ξεπεράσει τον φόβο του και ενδεχομένως να κλαίει κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Σε τέτοιες περιπτώσεις και όταν είναι αδύνατο να καθησυχάσουμε το παιδί, πρέπει να εστιάσουμε στην πρόοδο και την ολοκλήρωση της εξέτασης. Αν η εξέταση μείνει ημιτελής, μπορεί να χαθούν σημαντικά ευρήματα και να μην αναγνωριστούν σοβαρές παθήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζονται πολύ δυσκολότερα σε μεγαλύτερη ηλικία. Όλα αυτά βέβαια γίνονται προσπαθώντας η ενόχληση που θα προκαλέσουμε στο παιδί να είναι η μικρότερη δυνατή.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης, ιδιαίτερα στα φοβισμένα παιδιά, σημαντικό ρόλο παίζουν οι γονείς, όχι μόνο για την ψυχολογική στήριξη του παιδιού αλλά και ουσιαστικά. Στις περισσότερες εξετάσεις το κεφάλι του παιδιού πρέπει να παραμείνει έστω και για λίγο εντελώς ακίνητο. Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν σε αυτό, έχοντας το παιδί πάνω τους και κρατώντας το σταθερό με τα χέρια τους στην κατάλληλη θέση.

Ευτυχώς με την εξέλιξη της τεχνολογίας πολλές από τις μετρήσεις, που επιβάλλεται να πραγματοποιηθούν σε έναν οφθαλμολογικό έλεγχο, εκτελούνται πολύ γρήγορα και με την ελάχιστη δυνατή ενόχληση.