Διάγνωση του καταρράκτη στην παιδική ηλικία

Ο καταρράκτης συνήθως αναγνωρίζεται ως μία λευκωπή θόλωση στο κέντρο της κόρης.
Ετερόπλευρος , Αμφοτερόπλευρος καταρράκτης


Ο καταρράκτης συνήθως αναγνωρίζεται ως μία λευκωπή θόλωση στο κέντρο της κόρης του ενός ή και των δύο ματιών του παιδιού.

Γενικά είναι εύκολο να διαπιστωθεί ακόμη και από τους γονείς, όταν κοιτάζουν το παιδί τους στα μάτια ή βλέπουν φωτογραφίες του, όπου η μία ή και οι δύο κόρες του δεν φαίνεται να έχουν την αναμενόμενη διαύγεια με τη χαρακτηριστική ροδαλή χροιά.

Συγγενής καταρράκτης, όπως φαίνεται σε παιδί μετά από μυδρίαση (φαρμακευτική διαστολή της κόρης).
 

Ετερόπλευρος καταρράκτης

Στις μισές περιπτώσεις των παιδιών με καταρράκτη η προσβολή είναι ετερόπλευρη.

Παρότι, θεωρητικά τουλάχιστον, ο ετερόπλευρος καταρράκτης είναι πιο εύκολο να αναγνωριστεί από τον αμφοτερόπλευρο (λόγω της άμεσης σύγκρισης ανάμεσα στα δύο μάτια), η αναγνώριση του προβλήματος μπορεί να καθυστερήσει, ιδιαίτερα στα μικρά βρέφη, που έχουν μικρές κόρες και κρατούν τα μάτια τους κλειστά τις περισσότερες ώρες της ημέρας.

Παιδιά με ετερόπλευρο καταρράκτη μπορεί να φαίνεται ότι βλέπουν φυσιολογικά, αλλά αυτό οφείλεται στην καλή όραση που έχει το άλλο μάτι. Αν μάλιστα τα μάτια έχουν και καλή συνέργεια, η αναγνώριση του προβλήματος από τους γονείς ή τον παιδίατρο γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

Ο συνηθέστερος λόγος που οδηγεί στην ανακάλυψη ενός παιδικού καταρράκτη είναι η εμφάνιση στραβισμού στο συγκεκριμένο μάτι. Αν το μάτι δεν βλέπει καλά εξαιτίας της θόλωσης, συνήθως δεν διατηρεί την ευθυγράμμισή του με το υγιές μάτι και στραβίζει προς τα μέσα ή προς τα έξω, ή ορισμένες φορές και προς τα πάνω. Αυτή η παρέκκλιση είναι συχνά ο λόγος που οι γονείς καταφεύγουν στον οφθαλμίατρο, όπου και διαγιγνώσκεται τελικά ο καταρράκτης.

Σε μεγαλύτερα παιδιά η ανακάλυψη του καταρράκτη γίνεται κατά τον έλεγχο της οπτικής οξύτητας στο νηπιαγωγείο ή στο δημοτικό, όπου το μάτι με καταρράκτη εμφανίζει σημαντική ελάττωση της όρασης.

Αμφοτερόπλευρος καταρράκτης

Αν ο καταρράκτης αφορά και τα δύο μάτια, μπορεί να είναι πιο δύσκολο να αναγνωριστεί από τον ετερόπλευρο, αφού δεν υπάρχει το κριτήριο της σύγκρισης των δύο ματιών, που θα κινήσει υποψίες ότι κάτι δεν πάει καλά με κάποιο από τα μάτια του παιδιού.

Η πρώτη ένδειξη συχνά προέρχεται από τη συμπεριφορά του παιδιού, που φαίνεται να αποφεύγει να κοιτάξει στα μάτια τους γονείς του ή να ανταποκριθεί χαμογελώντας στις χειρονομίες και στα παιχνίδια τους.

Μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να δυσκολεύονται να εντοπίσουν οικεία αντικείμενα, ή τα κρατούν πολύ κοντά τους για να τα δουν, ενώ και η μετακίνησή τους μέσα στο δωμάτιο μπορεί να είναι προβληματική, αφού δεν βλέπουν καλά και χτυπούν στα σκορπισμένα παιχνίδια ή στα έπιπλα του δωματίου.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις το πρώτο σημείο σε έναν αμφοτερόπλευρο καταρράκτη είναι ο νυσταγμός.