Γιατί η φύση προίκισε τον άνθρωπο με δύο μάτια; Γιατί όχι ένα ή περισσότερα; Το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόταν κανείς προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση ίσως να ήταν ότι «η φύση μας έδωσε ένα δεύτερο μάτι ως «ρεζέρβα», σε περίπτωση που το πρώτο νοσήσει ή χαθεί».
Γιατί η φύση προίκισε τον άνθρωπο με δύο μάτια; Γιατί όχι ένα ή περισσότερα; Το πρώτο πράγμα που θα σκεφτόταν κανείς προσπαθώντας να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση ίσως να ήταν ότι «η φύση μας έδωσε ένα δεύτερο μάτι ως «ρεζέρβα», σε περίπτωση που το πρώτο νοσήσει ή χαθεί». Η απάντηση όμως είναι πιο πολύπλοκη και σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
Ζούμε σε έναν κόσμο με 3 διαστάσεις. Τα αντικείμενα που υπάρχουν γύρω μας δεν βρίσκονται όλα στο ίδιο επίπεδο και στις καθημερινές μας δραστηριότητες αλληλεπιδρούμε με πράγματα που βρίσκονται σε διαφορετική απόσταση από μας. Είτε περπατάμε, είτε οδηγούμε, είτε απλά προσπαθούμε να αγγίξουμε ένα αντικείμενο, ο εγκέφαλός μας, προκειμένου να συντονίσει τις κινήσεις μας, πρέπει να έχει και την πληροφορία του βάθους.
Τα δύο μάτια μας παράγουν δύο διαφορετικές εικόνες για τα αντικείμενα που βλέπουμε και ο εγκέφαλος αναλαμβάνει τη σύντηξη αυτών των δύο εικόνων σε μια «τρισδιάστατη» εικόνα, μια εικόνα δηλαδή που δίνει την αίσθηση του βάθους. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
Καταρχάς κάθε μάτι χωριστά πρέπει να έχει καλή όραση. Αν, για παράδειγμα, το ένα μάτι έχει μια αδιόρθωτη διαθλαστική ανωμαλία (δηλαδή βλέπει θολά χωρίς τη χρήση κάποιου φακού) ενώ το άλλο είναι φυσιολογικό ή έχει κάποια άλλου βαθμού ανωμαλία, τότε οι δύο εικόνες που «παράγουν» τα δύο μάτια είναι σημαντικά διαφορετικές, και ας στοχεύουν προς το ίδιο αντικείμενο.
Ακόμη χειρότερα, αν η θέση των ματιών (που ελέγχεται από τα κρανιακά νεύρα III, IV και VI, τα οποία δίνουν εντολές στους έξι οφθαλμοκινητικούς μύες) δεν είναι καν προς την ίδια κατεύθυνση, τότε οι δύο εικόνες είναι εντελώς ασύμβατες μεταξύ τους.
Όταν ο εγκέφαλος δεν καταφέρνει να συντήξει τις δύο εικόνες που προέρχονται από τα δύο μας μάτια, επειδή αυτές είναι πολύ διαφορετικές, αναγκάζεται να απωθήσει τη μία και να «αχρηστεύσει» το μάτι που την παράγει.
Δυστυχώς μετά την πρώτη παιδική ηλικία τέτοια προβλήματα είναι πολύ δύσκολο να διορθωθούν και το μάτι που δεν χρησιμοποιήθηκε και «τεμπέλιασε», όπως λέμε, δεν ανακτά ποτέ τη λειτουργικότητά του.
Είναι επιτακτικό καθήκον όλων, γονέων, δασκάλων, παιδιάτρων, οικογενειακών ή αγροτικών ιατρών, να αναγνωρίσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα αυτά τα σημάδια έκπτωσης της όρασης και να απευθυνθούν στον ειδικευμένο παιδοοφθαλμίατρο, για να αποφασιστεί έγκαιρα η κατάλληλη αντιμετώπιση.